- παραιολίζω
- ΜΑεξαπατώ, παραπλανώ.[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + αἰολίζω «εξαπατώ» (< αἰόλος»δόλιος, πανούργος»)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παραιολίξει — παραιολίζω trick aor subj act 3rd sg (epic doric) παραιολίζω trick fut ind mid 2nd sg παραιολίζω trick fut ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραιολίξαι — παραιολίζω trick aor inf act παραιολίξαῑ , παραιολίζω trick aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραιολίξας — παραιολίξᾱς , παραιολίζω trick aor part act masc nom/voc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)